Βάζουμε χρώμα στη ζωή μας. Χρώμα στην καθημερινότητα.
Χρώμα στην κυριολεξία και στη μεταφορά. Μα ποιο χρώμα είναι πιο χρωματιστό; Τι χρώμα χρειάζεται η ζωή του καθενός μας, τι χρώμα χρειάζεται η ίδια η ζωή; Η γιορτή διαβάζεται σαν χρώμα; Τα πολύχρωμα κασκόλ και μαντήλια (έργα μιας άλλης τέχνης), αλλάζουν την εξωτερική μας εμφάνιση, μπορούν και την εσωτερική; Οι φωτογραφήσεις τους, σαν μια τέχνη επί της τέχνης θα τα καταφέρουν; Οι κηλίδες κόκκινου που προστέθηκαν στα φανταστικά τοπία τους είναι χρώμα;
Τα δήθεν τοπία των φωτογραφημάτων είναι άραγε, ανάφορα που υποδηλώνουν καταστάσεις ή δηλούμενα για να εκφράσουν ανάγκες ή διαπιστώσεις για τις σχέσεις μας με τη ‘φύση’ του σήμερα. Το τοπίο σαν περιβάλλον εντός του οποίου γεννήθηκε ο σκεπτόμενος άνθρωπος είναι μήπως μια νέα πρόταση για ηρωισμούς ή μήπως ένας ειδυλλιακός ποιητικός κόσμος δίχως (σαν ετερονομία) πρόκληση;
Felting και φωτογραφία. Γέφυρα μεταξύ του πραγματικού και του δημιουργικά κατασκευασμένου κόσμου. Το μέγιστο σαν πλαίσιο για την ανάπτυξη του ελάχιστου. Το επί μέρους σαν ανάγωγη του όλου. Η ατομική και η κοινωνική
Η συνέχεια στο κάτω μέρος της σελίδας
Χρώμα στην κυριολεξία και στη μεταφορά. Μα ποιο χρώμα είναι πιο χρωματιστό; Τι χρώμα χρειάζεται η ζωή του καθενός μας, τι χρώμα χρειάζεται η ίδια η ζωή; Η γιορτή διαβάζεται σαν χρώμα; Τα πολύχρωμα κασκόλ και μαντήλια (έργα μιας άλλης τέχνης), αλλάζουν την εξωτερική μας εμφάνιση, μπορούν και την εσωτερική; Οι φωτογραφήσεις τους, σαν μια τέχνη επί της τέχνης θα τα καταφέρουν; Οι κηλίδες κόκκινου που προστέθηκαν στα φανταστικά τοπία τους είναι χρώμα;
Τα δήθεν τοπία των φωτογραφημάτων είναι άραγε, ανάφορα που υποδηλώνουν καταστάσεις ή δηλούμενα για να εκφράσουν ανάγκες ή διαπιστώσεις για τις σχέσεις μας με τη ‘φύση’ του σήμερα. Το τοπίο σαν περιβάλλον εντός του οποίου γεννήθηκε ο σκεπτόμενος άνθρωπος είναι μήπως μια νέα πρόταση για ηρωισμούς ή μήπως ένας ειδυλλιακός ποιητικός κόσμος δίχως (σαν ετερονομία) πρόκληση;
Felting και φωτογραφία. Γέφυρα μεταξύ του πραγματικού και του δημιουργικά κατασκευασμένου κόσμου. Το μέγιστο σαν πλαίσιο για την ανάπτυξη του ελάχιστου. Το επί μέρους σαν ανάγωγη του όλου. Η ατομική και η κοινωνική
Η συνέχεια στο κάτω μέρος της σελίδας
πορεία εντός του κατασκευασμένου (πολιτισμένου/πολιτιστικούυ;) χώρου. Σχόλιο περί της ανατροφοδοσίας στην τέχνη. Ακροβασία μεταξύ του πολιτικού και του ρεαλιστικού. Το ονειρικό σαν υπόβαθρο της αντίθεσης μεταξύ του φευγαλέου και του αιώνιου.
Μακριά από την κληρονομιά της φωτογραφικής παράδοσης αλλά και των τάσεων της φωτογραφικής πρωτοπορίας του εικοστού πρώτου αιώνα, η τεχνολογία μέσω των νέων εργαλείων που προσφέρει στη φωτογραφία, προσφέρει δυνατότητες, που δημιουργούν εικόνες συνύπαρξης διαφορετικών τόπων και χρόνων, πέρα από το φωτομοντάζ, το κολάζ, το ασαμπλάζ ή το φλούξους, δημιουργούν εικόνες πέρα από τον σουρεαλισμό, τον φωτογραφικό ρεαλισμό, τη γραφιστική και την ποπ.
Τα έργα που κατασκευάζουμε, με το όποιο απόθεμα αγάπης και αυτοσεβασμού μπορεί να διαθέτει ο καθένας μας, δε μπορεί να είναι μόνο το διακοσμητικό ντεκόρ στην μεγάλη πορεία της ζωής, δε θέλουμε να είναι το φόντο της αλλά το πεντακάθαρο κρυστάλλινο δοχείο που την περιέχει, το ιδανικό περιβάλλον που τη διαμορφώνει καθώς το διαμορφώνουμε. Με άλλα λόγια, το κάλλος της δημιουργίας μας εμπνέει και δημιουργεί διαδραστικά περεταίρω, μη συμβατικές ίσως, τοποθετήσεις. Η πνευματικότητα, σαν αιχμηρή νεο-αντι-ρομαντική δημιουργία μέσω των φωτορεαλιστικά (καμωμένων με υπομονή και προσοχή) εικόνων, παράγει όχι ανάφορα, αλλά αναφορές, όχι από, αλλά προς.
Η φωτογραφία του κατασκευασμένου τριγύρω μας κόσμου και η φωτογραφία ρεπορτάζ ενώνονται δίχως κραυγές στη φωτογραφία καμβά, στη φωτογραφία προθέσεων, στη δίχως μνήμη, και εκτός προδιαγραφών του μέσου, φωτογραφία. Προκύπτουν φωτογραφίες όχι υπερρεαλιστικές, αλλά ουτοπικά ρεαλιστικές. Το ουτοπικά δεν αναφέρεται σαν κατά βάση παραδοχή της μη αναγκαιότητας ύπαρξης φωτογραφικού μη καταγραφικού έργου. Το ουτοπικά δεν αναφέρεται σαν χαρακτηρισμός του έργου σαν περιττού στη σημερινή ζωή, κάτι, άλλωστε, που θα μπορούσε να συμπεράνει κάποιος και για κάθε έργο τέχνης, αν αφεθούμε να κρίνουμε πρόχειρα από τα επιφαινόμενα της εποχής μας.
Μια από τις δυνατότητες της φωτογραφίας, που εδώ χρησιμοποιείται κατά κόρον, είναι η ικανότητα της να μιλά μόνο με το απόσπασμα που την ενδιαφέρει, να αναδεικνύει μόνο τους συσχετισμούς του πραγματικού που την ιντριγκάρουν, να αφήνει έξω από το κάδρο της ότι της αποσπά την προσοχή, ότι δεν τονίζει το ενδιαφέρον της για το συγκεκριμένο θέμα της. Η φωτογραφία έχει σαν υπέρτατο όπλο την αδυναμία της, που για τούτο είναι και υπεροπλία της, να μετατρέπει την τετραδιάστατη καμπυλωμένη τριγύρω της υλη σε χαρακτήρες του αποκομμένου στις δυο πλέον διαστάσεις νέου φωτογενούς τόπου, που δεν είναι άλλο από την ίδια την τυπωμένη φωτογραφία. Το απόσπασμα της γύρω μας ρευστής στη ροη της πραγματικότητας, εξαφανίζεται ως δια μαγείας, τη ευθύνη του φωτογράφου, (κάποιοι λένε πως φυλακίζεται στο σύστημα καταγραφής της φωτογραφικής μας μηχανής) και στη συνέχεια μετατρέπεται, μέσω της διαδικασίας εκτύπωσης σε ένα νέο ακόμη στοιχείο της ίδιας ρευστής χωροχρονικής πραγματικότητας.
Και αυτές οι μικρές ομάδες συνανθρώπων μας τι γυρεύουν στον όλο κατασκευασμένο τόπο / χώρο του δημιουργού; Γιατί, μόνοι, σχεδόν απομονωμένοι (από ποιους;) έμπλεοι αξιοπρέπειας, βαδίζουν και προς τα πού; Ποιο κουράγιο όπλισε την μοναχική παρουσία τους και μέσω αυτής, την παρέμβαση του φωτογράφου; Είναι θέση η κραυγαλέα ενσωμάτωση της αντίθεσης τους στο τοπίο; Προσφέρουν ζωή στη απόλυτη ερημία του χώρου ή καταστρέφουν την ηρεμία του; Οι φωτογραφίες καταγράφουν την ανάγκη ή μια δυναμική αντιπαράθεση ανάμεσα σε αυτούς που βεβηλώνουν τη νεκρική σιωπή του χώρου και τη μαχαιριά της ιστορίας; Εν τέλει ποια είναι η σχέση της τέχνης με την κοινωνία και την πολιτική; ΟΙ πλεγμένος ιστός από μαλλί, δαντέλες και μετάξι, τι σχέση έχει με τον κοινωνικό ιστό; Μπορεί μια καλλιτεχνική δράση, μια ενότητα έργων, ένα, έστω, μόνο του έργο να γίνει μοχλός πολίτικης σκέψης, ενδεχομένως και δράσης;
Τα κείμενα, οι προβολές, οι απαγγελίες, τα κεράσματα, οι ξεναγήσεις και παρουσιάσεις των επί μέρους υλικών και του τρόπου δημιουργίας των felting, το ζωντανό περιβάλλον αγοράς ή λαϊκής εμποροπανήγυρης (που πολύ απέχει από τα λευκά ουδέτερα κουτιά των επίσημων εκθεσιακών χώρων), τα μοντέλα που προσφέρονται για άλλες εμπνεύσεις και νέες φωτογραφίες με τα ίδια υλικά που αποτελέσαν την βάση επάνω στην οποία στηρίχτηκε η πηγή έμπνευσης, και όλα τα υπόλοιπα εξωφωτογραφικά δρώμενα που συνοδεύουν την έκθεση (μήπως η έκθεση συνοδεύει αυτά;) δεν είναι άλλο παρά το δικό μας σύστημα συμμετοχής στη γιορτή συνεύρεσης της ζωής με την τέχνη μας. Η μη εμμονή σε παγιωμένες θέσεις θέασης και ανάγνωσης του φωτογραφικού έργου, ας εκληφθεί ως πρόθεση διεύρυνσης των πιθανών σχέσεων επικοινωνίας της καλλιτεχνικής δραστηριότητας και των αντιλήψεων περί της θεσμικής της πολιτιστικής παρέμβασης. Η διερεύνηση της πιθανότητας να επικοινωνήσουμε μέσω και άλλων τρόπων, πέρα από τις κυρίαρχες απόψεις περί ιδανικών τρόπων διάδρασης του καλλιτεχνικού έργου και της κοινωνίας εντός της οποίας λειτουργεί, ας είναι μια ακόμη προσπάθεια της φωτογραφίας για ανατροφοδοσία του κεφιού που την γέννησε.
Φλεβάρης του 2013
Μακριά από την κληρονομιά της φωτογραφικής παράδοσης αλλά και των τάσεων της φωτογραφικής πρωτοπορίας του εικοστού πρώτου αιώνα, η τεχνολογία μέσω των νέων εργαλείων που προσφέρει στη φωτογραφία, προσφέρει δυνατότητες, που δημιουργούν εικόνες συνύπαρξης διαφορετικών τόπων και χρόνων, πέρα από το φωτομοντάζ, το κολάζ, το ασαμπλάζ ή το φλούξους, δημιουργούν εικόνες πέρα από τον σουρεαλισμό, τον φωτογραφικό ρεαλισμό, τη γραφιστική και την ποπ.
Τα έργα που κατασκευάζουμε, με το όποιο απόθεμα αγάπης και αυτοσεβασμού μπορεί να διαθέτει ο καθένας μας, δε μπορεί να είναι μόνο το διακοσμητικό ντεκόρ στην μεγάλη πορεία της ζωής, δε θέλουμε να είναι το φόντο της αλλά το πεντακάθαρο κρυστάλλινο δοχείο που την περιέχει, το ιδανικό περιβάλλον που τη διαμορφώνει καθώς το διαμορφώνουμε. Με άλλα λόγια, το κάλλος της δημιουργίας μας εμπνέει και δημιουργεί διαδραστικά περεταίρω, μη συμβατικές ίσως, τοποθετήσεις. Η πνευματικότητα, σαν αιχμηρή νεο-αντι-ρομαντική δημιουργία μέσω των φωτορεαλιστικά (καμωμένων με υπομονή και προσοχή) εικόνων, παράγει όχι ανάφορα, αλλά αναφορές, όχι από, αλλά προς.
Η φωτογραφία του κατασκευασμένου τριγύρω μας κόσμου και η φωτογραφία ρεπορτάζ ενώνονται δίχως κραυγές στη φωτογραφία καμβά, στη φωτογραφία προθέσεων, στη δίχως μνήμη, και εκτός προδιαγραφών του μέσου, φωτογραφία. Προκύπτουν φωτογραφίες όχι υπερρεαλιστικές, αλλά ουτοπικά ρεαλιστικές. Το ουτοπικά δεν αναφέρεται σαν κατά βάση παραδοχή της μη αναγκαιότητας ύπαρξης φωτογραφικού μη καταγραφικού έργου. Το ουτοπικά δεν αναφέρεται σαν χαρακτηρισμός του έργου σαν περιττού στη σημερινή ζωή, κάτι, άλλωστε, που θα μπορούσε να συμπεράνει κάποιος και για κάθε έργο τέχνης, αν αφεθούμε να κρίνουμε πρόχειρα από τα επιφαινόμενα της εποχής μας.
Μια από τις δυνατότητες της φωτογραφίας, που εδώ χρησιμοποιείται κατά κόρον, είναι η ικανότητα της να μιλά μόνο με το απόσπασμα που την ενδιαφέρει, να αναδεικνύει μόνο τους συσχετισμούς του πραγματικού που την ιντριγκάρουν, να αφήνει έξω από το κάδρο της ότι της αποσπά την προσοχή, ότι δεν τονίζει το ενδιαφέρον της για το συγκεκριμένο θέμα της. Η φωτογραφία έχει σαν υπέρτατο όπλο την αδυναμία της, που για τούτο είναι και υπεροπλία της, να μετατρέπει την τετραδιάστατη καμπυλωμένη τριγύρω της υλη σε χαρακτήρες του αποκομμένου στις δυο πλέον διαστάσεις νέου φωτογενούς τόπου, που δεν είναι άλλο από την ίδια την τυπωμένη φωτογραφία. Το απόσπασμα της γύρω μας ρευστής στη ροη της πραγματικότητας, εξαφανίζεται ως δια μαγείας, τη ευθύνη του φωτογράφου, (κάποιοι λένε πως φυλακίζεται στο σύστημα καταγραφής της φωτογραφικής μας μηχανής) και στη συνέχεια μετατρέπεται, μέσω της διαδικασίας εκτύπωσης σε ένα νέο ακόμη στοιχείο της ίδιας ρευστής χωροχρονικής πραγματικότητας.
Και αυτές οι μικρές ομάδες συνανθρώπων μας τι γυρεύουν στον όλο κατασκευασμένο τόπο / χώρο του δημιουργού; Γιατί, μόνοι, σχεδόν απομονωμένοι (από ποιους;) έμπλεοι αξιοπρέπειας, βαδίζουν και προς τα πού; Ποιο κουράγιο όπλισε την μοναχική παρουσία τους και μέσω αυτής, την παρέμβαση του φωτογράφου; Είναι θέση η κραυγαλέα ενσωμάτωση της αντίθεσης τους στο τοπίο; Προσφέρουν ζωή στη απόλυτη ερημία του χώρου ή καταστρέφουν την ηρεμία του; Οι φωτογραφίες καταγράφουν την ανάγκη ή μια δυναμική αντιπαράθεση ανάμεσα σε αυτούς που βεβηλώνουν τη νεκρική σιωπή του χώρου και τη μαχαιριά της ιστορίας; Εν τέλει ποια είναι η σχέση της τέχνης με την κοινωνία και την πολιτική; ΟΙ πλεγμένος ιστός από μαλλί, δαντέλες και μετάξι, τι σχέση έχει με τον κοινωνικό ιστό; Μπορεί μια καλλιτεχνική δράση, μια ενότητα έργων, ένα, έστω, μόνο του έργο να γίνει μοχλός πολίτικης σκέψης, ενδεχομένως και δράσης;
Τα κείμενα, οι προβολές, οι απαγγελίες, τα κεράσματα, οι ξεναγήσεις και παρουσιάσεις των επί μέρους υλικών και του τρόπου δημιουργίας των felting, το ζωντανό περιβάλλον αγοράς ή λαϊκής εμποροπανήγυρης (που πολύ απέχει από τα λευκά ουδέτερα κουτιά των επίσημων εκθεσιακών χώρων), τα μοντέλα που προσφέρονται για άλλες εμπνεύσεις και νέες φωτογραφίες με τα ίδια υλικά που αποτελέσαν την βάση επάνω στην οποία στηρίχτηκε η πηγή έμπνευσης, και όλα τα υπόλοιπα εξωφωτογραφικά δρώμενα που συνοδεύουν την έκθεση (μήπως η έκθεση συνοδεύει αυτά;) δεν είναι άλλο παρά το δικό μας σύστημα συμμετοχής στη γιορτή συνεύρεσης της ζωής με την τέχνη μας. Η μη εμμονή σε παγιωμένες θέσεις θέασης και ανάγνωσης του φωτογραφικού έργου, ας εκληφθεί ως πρόθεση διεύρυνσης των πιθανών σχέσεων επικοινωνίας της καλλιτεχνικής δραστηριότητας και των αντιλήψεων περί της θεσμικής της πολιτιστικής παρέμβασης. Η διερεύνηση της πιθανότητας να επικοινωνήσουμε μέσω και άλλων τρόπων, πέρα από τις κυρίαρχες απόψεις περί ιδανικών τρόπων διάδρασης του καλλιτεχνικού έργου και της κοινωνίας εντός της οποίας λειτουργεί, ας είναι μια ακόμη προσπάθεια της φωτογραφίας για ανατροφοδοσία του κεφιού που την γέννησε.
Φλεβάρης του 2013