Η ΕΛΕΝΗ ΣΤΗΣ ΠΟΛΗΣ II *
Ο ηθοποιός κοιτάζει τον θεατή της εικόνας του.
Η Ελένη ποια είναι η Ελένη; Το μυθικό αντικείμενο της ιστορίας, πως χάνεται στην καθημερινότητα του τίποτε; Τι απουσιάζει από την εικόνα, (άρα και τη ζωή) για να μας θυμίσει το ένδοξο παρελθόν; Γιατί αυτό για το οποίο αγωνίστηκαν οι Έλληνες χάνεται στο σκοτάδι; Γιατί δεν είναι ευανάγνωστη η κάθε Ελένη;
Τα λόγια των ποιητών ανακατεύονται εντός. Υπάρχουν ακόμη στη σκονισμένη βιβλιοθήκη μας; Που κρύψατε φίλοι μου τις ασπίδες και τα σπαθιά; Γιατί τόσοι ευνούχοι στα χαμάμ της ενδοχώρας;
Η μοναξιά και σκοτεινιά του θεάτρου ανοίγει στην πόλη.
Κανείς δεν ευελπιστεί, πλέον, να καμαρώσει τα όνειρα που δεν ονειρεύτηκε.
Ο πόλεμος είναι μία ανάμνηση που δεν σβήνει. Καμία ανάμνηση δεν χάνεται. Το αντίθετο παραφυλάει στα μυστικά δρομάκια του αέναου μέλλοντος, πίσω από κουρτίνες διάφανες, κατακόκκινες, σαν το αίμα των νεκρών μας και συντρίβει, όπως και η κλεισούρα στη μικρή επαρχιακή μας πολιτεία.
Ελένη, ο καθένας που γνώρισε το πάθος και την υπέρβαση της προσωπικής περιπέτειας, αλλά υποχρεώθηκε να γυρίσει.
Συνέχεια στο κάτω μέρος της σελίδας
Ο ηθοποιός κοιτάζει τον θεατή της εικόνας του.
Η Ελένη ποια είναι η Ελένη; Το μυθικό αντικείμενο της ιστορίας, πως χάνεται στην καθημερινότητα του τίποτε; Τι απουσιάζει από την εικόνα, (άρα και τη ζωή) για να μας θυμίσει το ένδοξο παρελθόν; Γιατί αυτό για το οποίο αγωνίστηκαν οι Έλληνες χάνεται στο σκοτάδι; Γιατί δεν είναι ευανάγνωστη η κάθε Ελένη;
Τα λόγια των ποιητών ανακατεύονται εντός. Υπάρχουν ακόμη στη σκονισμένη βιβλιοθήκη μας; Που κρύψατε φίλοι μου τις ασπίδες και τα σπαθιά; Γιατί τόσοι ευνούχοι στα χαμάμ της ενδοχώρας;
Η μοναξιά και σκοτεινιά του θεάτρου ανοίγει στην πόλη.
Κανείς δεν ευελπιστεί, πλέον, να καμαρώσει τα όνειρα που δεν ονειρεύτηκε.
Ο πόλεμος είναι μία ανάμνηση που δεν σβήνει. Καμία ανάμνηση δεν χάνεται. Το αντίθετο παραφυλάει στα μυστικά δρομάκια του αέναου μέλλοντος, πίσω από κουρτίνες διάφανες, κατακόκκινες, σαν το αίμα των νεκρών μας και συντρίβει, όπως και η κλεισούρα στη μικρή επαρχιακή μας πολιτεία.
Ελένη, ο καθένας που γνώρισε το πάθος και την υπέρβαση της προσωπικής περιπέτειας, αλλά υποχρεώθηκε να γυρίσει.
Συνέχεια στο κάτω μέρος της σελίδας
*Η Ελένη στης πόλις είναι το β! μέρος ενός project, που ξεκίνησε το 1997, χρονιά Πολιτιστικής Πρωτεύουσας για τη Θεσσαλονίκη, περισσότερο, σαν μία περιπλάνηση στο παρελθόν της σύγχρονης πόλης, μίας, εξ ίσου, φρέσκιας αλλά χαμένης Ελένης.
Η παρούσα παραγωγή προέκυψε από τη συνεργασία με την Θεατρική Ομάδα Ενδοχώρα, φίλους και συνεργάτες από παλιά. Η ΕΛΕΝΗ, MIXING MEMORY AND DESIRE (4η Διάσταση Γ. Ρίτσου) είναι μία παράσταση, που ανέβηκε σε διάφορους τόπους της Θεσσαλονίκης το 2011 και 2012, με συντελεστές:
Σκηνοθεσία και σύνθεση κειμένου: Ιωάννα Ευθυμιάδου
Μουσική επιμέλεια: Γιώργος Καμπούρης
Σκηνικός χώρος – κουστούμια: Ειρήνη Τσιρωνά, Ομάδα Ενδοχώρα
Ηθοποιοί: Γιώργος Καμπούρης, Γιούλη Πανταζοπούλου, Άννα Σελίδου, Σοφία Σπυρίδου
ΥΓ
1 Μένω κατάπληκτος από το γεγονός πως πολλοί περισσότεροι από ότι περίμενα, διαβάζουν τα κείμενα και προσέχουν τη γλώσσα στην οποία αυτά είναι γραμμένα. Παρήγορο για την εποχή μας και ελπιδοφόρο. Πάρα πολλές φορές, ίσως και εξ αιτίας μίας μη απάντησης, έχω μείνει με την αίσθηση ότι τα κείμενα που έστειλα ή δεν διαβάστηκαν ή δεν έγιναν κατανοητά.
Μέχρι την αποστολή αυτής της πρόσκλησης. Αυτή τη φορά δεν έχω παράπονο. Πάνω από είκοσι μηνύματα στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και σχεδόν όλοι όσοι ήλθαν στα άτυπα εγκαίνια της έκθεσης, μου μίλησαν εμπιστευτικά για το λάθος, που έπρεπε να διορθώσω.
Η Ελένη στις πόλεις (ίσως από τον παρεμφερή τίτλο ταινίας του Βιμ Βέντερς;) και όχι Η Ελένη στης Πόλης, που είχα γράψει. Ως εκ τούτου οφείλω το ΥΓ Νο 2 και 3.
2 Σε κάθε συνοδευτικό κείμενο έκθεσης (τουλάχιστον τα δικά μου) κρύβεται μία αγωνία, που δεν θα ήθελα να γίνεται αντιληπτή από τον αναγνώστη του. Η αγωνία του να μην λέγονται πολλά ή να μην λέγονται λίγα. Να μην απευθύνεται μόνο στους ειδικούς ή μόνο στο πλατύ κοινό των εκθέσεών μας. Να μην είναι πολύ φιλολογικό (το κείμενο), αλλά ούτε και πολύ τεχνικό. Να μην μοιάζει με διπλωματική διατριβή του αναμασήματος, να μην περιλαμβάνει καθόλου κατέβασμα τσιτάτων, και κυρίως, να μην δείχνει (γιατί για να είναι αποκλείεται) δήθεν. Να μην το βαριέται κανείς, σαν κείμενο, αλλά και να μην καπελώνει τα ίδια τα έργα στα οποία εισάγει ή για τα οποία ομιλεί. Κυρίως για αυτό το τελευταίο, θα ήθελα το κάθε κείμενό μου να είναι το ίδιο ανοικτό, το ίδιο προβοκατόρικο, όσο τα έργα μου, να είναι απλώς μία πόρτα ανοικτή για διάδραση και περεταίρω ψάξιμο αυτού που το διαβάζει και βλέπει ή είδε τα έργα στα οποία αναφέρεται.
3 Το ορθόν είναι : Η Ελένη στης πόλης (τα στενά, τα σοκάκια, τα αδιέξοδα κτλ)
Με ενδιέφερε ένα έργο για όσους ξεβράστηκαν στην επαρχία αυτής της όμορφης, κατά τα άλλα και αγαπητής πόλης, της Θεσσαλονίκης. Με ενδιέφερε ένα έργο για το τι απέγιναν/ απογίναμε αυτοί. Τι απέγιναν αυτοί που άφησαν ή τους υποχρέωσαν να αφήσουν τα κάστρα της όποιας Τροίας, για όποιο λόγο; Το ίδιο ερωτηματικό με το τι απέγινε η Ελένη.
Με ενδιέφερε, όμως, και να μιλήσω για την ανάγκη να βγεί ο δημιουργός από το εργαστήρι στον κόσμο. Η κλειστή κοινότητα των καλλιτεχνικών ενδιαφερόντων μας, όταν ανοιγει στην πόλη, το κοινό της, τι βρίσκει; Φτάνει; Αρκεί;
Τι σχέση έχω με τους λοιπούς ψηφοφόρους, με τους λοιπούς συμπολίτες στην εκκλησία αυτού του Δήμου; Για τούτη τη σχέση, ήθελα, το τελευταίο έργο στην έκθεση να είναι ο θάνατός μου. Γυμνός πάνω στην βαλίτσα που με έφερε εδώ, εν μέσω αντιστροφής της βαρύτητας.
Πόλη – το σώμα του καλλιτέχνη
Ως πόλη ορίζω το ρυθμό των ανθρώπων που την κατοικούν. Ως καλλιτέχνη ορίζω τον απόλυτο κλέφτη. Αυτόν που υπάρχει εξαιτίας του ότι υπάρχουν οι άλλοι. Ζει από αυτούς και κατ επέκταση τους συντηρεί. Κλέβει το βλέμμα, την αθωότητα, τα αισθήματα, τα όνειρά τους, την ηδονή, τον πόνο, τη δυστυχία, ζει το ρυθμό των ανθρώπων της πόλης.
Πόλη και καλλιτέχνης, τη βιώνει και τον βιώνει, ο καθένας χωριστά και συγχρόνως, τον καλύπτει και την καλύπτει, τη χρησιμοποιεί, τη διαπερνά και την ξεπερνά, και όταν δεν έχει τίποτε άλλο να πάρει, τότε παύει να υπάρχει.
………….
Αν ο καλλιτέχνης είναι αυτός που οραματίζεται, προτείνει, ανατρέπει, αφουγκράζεται τον αναστεναγμό του άστεγου, το σφυγμό του κλεφτρονιού, οσμίζεται τον ιδρώτα του παιδιού των φαναριών που βλέπει τα όνειρα της μοναξιάς, εκφράζεται μέσα από τη διαμαρτυρία, αυτοπυρπολείται μπροστά σε έναν αδιάφορο σιοπηλό κόσμο, αν μπορεί να εκθέσει τον εαυτό του, να πει όχι στον εγωισμό, ασν συνειδητοποιήσει την προσωρηνότητα, την θνητότητά του εν ονόματι του μέλλοντος, της αθανασίας, τότε δε θα χουν χαθεί τα πάντα, τότε θα υπάρχει μία ακόμη ευκαιρία.
Ο Σαρτρ δήλωνε ότι η Κόλαση είναι οι Άλλοι, και με το να είναι οι Άλλοι διαφορετικοί αλλά ισότιμοί μου, τότε η Κόλαση είμαι Εγώ και αυτή η Κόλαση, την οποία μαθαίνω ζώντας την, είναι παραδόξως όμορφη.
Έλλη Χρυσίδου, εικαστικός. ( Αγγελιοφόρος 1/4/2012)
1 Μένω κατάπληκτος από το γεγονός πως πολλοί περισσότεροι από ότι περίμενα, διαβάζουν τα κείμενα και προσέχουν τη γλώσσα στην οποία αυτά είναι γραμμένα. Παρήγορο για την εποχή μας και ελπιδοφόρο. Πάρα πολλές φορές, ίσως και εξ αιτίας μίας μη απάντησης, έχω μείνει με την αίσθηση ότι τα κείμενα που έστειλα ή δεν διαβάστηκαν ή δεν έγιναν κατανοητά.
Μέχρι την αποστολή αυτής της πρόσκλησης. Αυτή τη φορά δεν έχω παράπονο. Πάνω από είκοσι μηνύματα στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και σχεδόν όλοι όσοι ήλθαν στα άτυπα εγκαίνια της έκθεσης, μου μίλησαν εμπιστευτικά για το λάθος, που έπρεπε να διορθώσω.
Η Ελένη στις πόλεις (ίσως από τον παρεμφερή τίτλο ταινίας του Βιμ Βέντερς;) και όχι Η Ελένη στης Πόλης, που είχα γράψει. Ως εκ τούτου οφείλω το ΥΓ Νο 2 και 3.
2 Σε κάθε συνοδευτικό κείμενο έκθεσης (τουλάχιστον τα δικά μου) κρύβεται μία αγωνία, που δεν θα ήθελα να γίνεται αντιληπτή από τον αναγνώστη του. Η αγωνία του να μην λέγονται πολλά ή να μην λέγονται λίγα. Να μην απευθύνεται μόνο στους ειδικούς ή μόνο στο πλατύ κοινό των εκθέσεών μας. Να μην είναι πολύ φιλολογικό (το κείμενο), αλλά ούτε και πολύ τεχνικό. Να μην μοιάζει με διπλωματική διατριβή του αναμασήματος, να μην περιλαμβάνει καθόλου κατέβασμα τσιτάτων, και κυρίως, να μην δείχνει (γιατί για να είναι αποκλείεται) δήθεν. Να μην το βαριέται κανείς, σαν κείμενο, αλλά και να μην καπελώνει τα ίδια τα έργα στα οποία εισάγει ή για τα οποία ομιλεί. Κυρίως για αυτό το τελευταίο, θα ήθελα το κάθε κείμενό μου να είναι το ίδιο ανοικτό, το ίδιο προβοκατόρικο, όσο τα έργα μου, να είναι απλώς μία πόρτα ανοικτή για διάδραση και περεταίρω ψάξιμο αυτού που το διαβάζει και βλέπει ή είδε τα έργα στα οποία αναφέρεται.
3 Το ορθόν είναι : Η Ελένη στης πόλης (τα στενά, τα σοκάκια, τα αδιέξοδα κτλ)
Με ενδιέφερε ένα έργο για όσους ξεβράστηκαν στην επαρχία αυτής της όμορφης, κατά τα άλλα και αγαπητής πόλης, της Θεσσαλονίκης. Με ενδιέφερε ένα έργο για το τι απέγιναν/ απογίναμε αυτοί. Τι απέγιναν αυτοί που άφησαν ή τους υποχρέωσαν να αφήσουν τα κάστρα της όποιας Τροίας, για όποιο λόγο; Το ίδιο ερωτηματικό με το τι απέγινε η Ελένη.
Με ενδιέφερε, όμως, και να μιλήσω για την ανάγκη να βγεί ο δημιουργός από το εργαστήρι στον κόσμο. Η κλειστή κοινότητα των καλλιτεχνικών ενδιαφερόντων μας, όταν ανοιγει στην πόλη, το κοινό της, τι βρίσκει; Φτάνει; Αρκεί;
Τι σχέση έχω με τους λοιπούς ψηφοφόρους, με τους λοιπούς συμπολίτες στην εκκλησία αυτού του Δήμου; Για τούτη τη σχέση, ήθελα, το τελευταίο έργο στην έκθεση να είναι ο θάνατός μου. Γυμνός πάνω στην βαλίτσα που με έφερε εδώ, εν μέσω αντιστροφής της βαρύτητας.
Πόλη – το σώμα του καλλιτέχνη
Ως πόλη ορίζω το ρυθμό των ανθρώπων που την κατοικούν. Ως καλλιτέχνη ορίζω τον απόλυτο κλέφτη. Αυτόν που υπάρχει εξαιτίας του ότι υπάρχουν οι άλλοι. Ζει από αυτούς και κατ επέκταση τους συντηρεί. Κλέβει το βλέμμα, την αθωότητα, τα αισθήματα, τα όνειρά τους, την ηδονή, τον πόνο, τη δυστυχία, ζει το ρυθμό των ανθρώπων της πόλης.
Πόλη και καλλιτέχνης, τη βιώνει και τον βιώνει, ο καθένας χωριστά και συγχρόνως, τον καλύπτει και την καλύπτει, τη χρησιμοποιεί, τη διαπερνά και την ξεπερνά, και όταν δεν έχει τίποτε άλλο να πάρει, τότε παύει να υπάρχει.
………….
Αν ο καλλιτέχνης είναι αυτός που οραματίζεται, προτείνει, ανατρέπει, αφουγκράζεται τον αναστεναγμό του άστεγου, το σφυγμό του κλεφτρονιού, οσμίζεται τον ιδρώτα του παιδιού των φαναριών που βλέπει τα όνειρα της μοναξιάς, εκφράζεται μέσα από τη διαμαρτυρία, αυτοπυρπολείται μπροστά σε έναν αδιάφορο σιοπηλό κόσμο, αν μπορεί να εκθέσει τον εαυτό του, να πει όχι στον εγωισμό, ασν συνειδητοποιήσει την προσωρηνότητα, την θνητότητά του εν ονόματι του μέλλοντος, της αθανασίας, τότε δε θα χουν χαθεί τα πάντα, τότε θα υπάρχει μία ακόμη ευκαιρία.
Ο Σαρτρ δήλωνε ότι η Κόλαση είναι οι Άλλοι, και με το να είναι οι Άλλοι διαφορετικοί αλλά ισότιμοί μου, τότε η Κόλαση είμαι Εγώ και αυτή η Κόλαση, την οποία μαθαίνω ζώντας την, είναι παραδόξως όμορφη.
Έλλη Χρυσίδου, εικαστικός. ( Αγγελιοφόρος 1/4/2012)