ΟΙ ΤΟΙΧΟΙ ΓΥΡΙΖΟΥΝ στους ΤΟΙΧΟΥΣ (Η φωτογραφία στους δρόμους)
PhotoBiennale 2012 / 22ηΔιεθνής Φωτογραφική Συνάντηση Έκθεση : “BreakTheWall” στην Vlassis Art Gallery, Βεροίας 6, Άνω Λαδάδικα, και προβολές σε διάφορα σημεία της Θεσσαλονίκης.
Πρόκειται για μία προσπάθεια να γυρίσουν οι φωτογραφίες μας εκεί όπου δημιουργηθήκανε. Οι τοίχοι που φωτογραφηθήκανε ξαναγυρίζουν στους τοίχους της πόλης. Τα ίχνη της πράξης πολλών διαφορετικών μονάδων ή ομάδων της κοινωνίας μας, μέσα από την φωτογραφική πράξη διασώζονται και επιστρέφουν στους τοίχους του παλίμψηστου. Ο φωτογράφος άφησε το studio και φωτογράφησε κάπου εκεί έξω, τη ζωή. Τώρα, σε χρόνο κατοπινό, (ο φωτογράφος και πάλι) αφήνει τους τοίχους των εκθεσιακών χώρων και βγάζει το έργο του στην ίδια ζωή. Η φωτογραφία, το ξεχωριστό αυτό και άκρως ιδιαίτερο μέσον καταγραφής βγαίνει στους δρόμους με τη φόρμα πολλαπλών προβολών και επαναφέρει την ιστορία των τελευταίων τριάντα ετών στο προσκήνιο.
1000 περίπου τοίχοι με συνθήματα, που περιλαμβάνουν όλη την πολιτική ιστορία της Ελλάδας των τελευταίων 30 ετών, περιπλανούνται στους τοίχους της πόλης, σε γειτονιές και συνοικίες της Θεσσαλονίκης, που γιορτάζει φέτος έναν ακόμη σταθμό στην ιστορία της. Η φωτογραφία σαν σκαλιστήρι της μνήμης είναι εδώ. Η φωτογραφία με λόγο και αιτία είναι εδώ. Η καθαρά πολιτική φωτογραφία, στο απόλυτο πνεύμα των ημερών, είναι και πάλι, παρούσα.
Παραγωγή του Φωτογραφικού Κέντρου Θεσσαλονίκης
Η συνέχεια των κειμένων μετά τις φωτογραφίες
PhotoBiennale 2012 / 22ηΔιεθνής Φωτογραφική Συνάντηση Έκθεση : “BreakTheWall” στην Vlassis Art Gallery, Βεροίας 6, Άνω Λαδάδικα, και προβολές σε διάφορα σημεία της Θεσσαλονίκης.
Πρόκειται για μία προσπάθεια να γυρίσουν οι φωτογραφίες μας εκεί όπου δημιουργηθήκανε. Οι τοίχοι που φωτογραφηθήκανε ξαναγυρίζουν στους τοίχους της πόλης. Τα ίχνη της πράξης πολλών διαφορετικών μονάδων ή ομάδων της κοινωνίας μας, μέσα από την φωτογραφική πράξη διασώζονται και επιστρέφουν στους τοίχους του παλίμψηστου. Ο φωτογράφος άφησε το studio και φωτογράφησε κάπου εκεί έξω, τη ζωή. Τώρα, σε χρόνο κατοπινό, (ο φωτογράφος και πάλι) αφήνει τους τοίχους των εκθεσιακών χώρων και βγάζει το έργο του στην ίδια ζωή. Η φωτογραφία, το ξεχωριστό αυτό και άκρως ιδιαίτερο μέσον καταγραφής βγαίνει στους δρόμους με τη φόρμα πολλαπλών προβολών και επαναφέρει την ιστορία των τελευταίων τριάντα ετών στο προσκήνιο.
1000 περίπου τοίχοι με συνθήματα, που περιλαμβάνουν όλη την πολιτική ιστορία της Ελλάδας των τελευταίων 30 ετών, περιπλανούνται στους τοίχους της πόλης, σε γειτονιές και συνοικίες της Θεσσαλονίκης, που γιορτάζει φέτος έναν ακόμη σταθμό στην ιστορία της. Η φωτογραφία σαν σκαλιστήρι της μνήμης είναι εδώ. Η φωτογραφία με λόγο και αιτία είναι εδώ. Η καθαρά πολιτική φωτογραφία, στο απόλυτο πνεύμα των ημερών, είναι και πάλι, παρούσα.
Παραγωγή του Φωτογραφικού Κέντρου Θεσσαλονίκης
Η συνέχεια των κειμένων μετά τις φωτογραφίες
Ένα κείμενο για τη φωτογραφία στο δρόμο.
Θα μπορούσε η τέχνη με μικρές απρόσμενες εκπλήξεις, εδώ και εκεί, να εμφιλοχωρήσει, να ενισχύσει τον πολιτισμό της καθημερινότητας;
Θα μπορούσε η τέχνη της φωτογραφίας να ανακατέψει την τράπουλα της κατάθλιψης και να συμβάλει με τον δικό της ξεχωριστό τρόπο σε μία σύγχρονη κοινωνικότητα στο δημόσιο χώρο; Η απάντηση είναι, σαφώς, ΝΑΙ.
Σε κάποια κλειστά (αλλά μπόλικα, στις μέρες μας, εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης) καταστήματα, οι αφιλόξενες βιτρίνες των οποίων υποβαθμίζουν ολόκληρες περιοχές της πόλης, αποδιοργανώνοντας την όποια θετική διάθεση των περαστικών και των κατοίκων, θα μπορούσαν να φιλοξενηθούν έργα τέχνης, με πρόθεση να αλλάξουν τη διάθεση των περαστικών ή των κατοίκων; Θα μπορούσαν να τα διαθέσουν δωρεάν οι ιδιοκτήτες του; Οι προβολές φωτογραφιών έχουν την ίδια δύναμη με την φυσική παρουσία ενός έργου. Το φευγαλέο μιας φωτογραφίας σε προβολή πόσο μπορεί να διαφέρει από τη μονιμότητα μίας φωτογραφίας τυπωμένης;
Θα μπορούσε μία τέτοια τέχνη της ζωής, με μία παρουσία σε πολλαπλούς μη αναμενόμενους χώρους και παράλληλους χρόνους έκθεση /προβολή / δράση να επαναθεμελιώσει τη σύγκλιση τέχνης και ζωής; Θα μπορούσαν τέτοιου είδους πρωτόγνωρες παρεμβάσεις, να γεννήσουν μία νέα ιδεολογία για την σχέση δημιουργού, κοινού και έργου τέχνης, εντός της οποίας θα αναγεννηθεί και η ίδια η φωτογραφία; Θα μπορούσαμε με τέτοιου είδους πολιτικές (από μέρους όλων των πλευρών) να χαράξουμε νέου είδους διαδρομές ή απαιτήσεις από τη ζωντανή και ενδιαφερόμενη για την κοινωνία της ουσιαστική τέχνη; Από διακόσμηση ή έρευνα φόρμας θα περνούσαμε μήπως στο καθαρά πολιτικό, σε αυτό που ονομάζουμε περιεχόμενο του έργου τέχνης;
Η φωτογραφία σε άδειες βιτρίνες (ή με προβολές – άυλη μορφή - σε τοίχους και πλατείες), πλησιάζει ανθρώπους που ίσως και δεν ενδιαφέρονται για την τέχνη, δεν ενδιαφέρονται για τα μουσεία. αλλά τους αρέσει το παιχνίδι του κρυφτού, τους αρέσει να ανακαλύπτουν καινούργια πράγματα στη ρουτίνα των καθημερινών βαριεστημένων διαδρομών τους. Πέραν αυτού; Μπορούν οι περαστικοί ή οι απλοί θεατές του μη εκλαϊκευμένου καλλιτεχνικού έργου να διασώσουν ψήγματα ενός λογικού διαλόγου πέραν του μου αρέσει, δε μου αρέσει; Είναι ένα ρίσκο για όσους οργανώνουν και τολμούν κάτι τέτοιο.
Γιατί να ενδιαφέρεσαι για ανθρώπους που δεν ενδιαφέρονται για εσένα και το έργο σου; Γιατί να επιμένεις σε ένα διάλογο γύρο από αυτό με το ζόρι; Μήπως πρόκειται για έναν μονομερή αγώνα ίσων δικαιωμάτων για ανθρώπους που δεν καίγονται για αυτά; Αυτή η αντίφαση, αντανάκλαση των αντιθέσεων από την κανονική ζωή, μήπως βάζει σε δοκιμασία τις όποιες διακρίσεις υφίστανται, το θέλουμε, δεν το θέλουμε, ανάμεσα στην ζωή και την τέχνη;
Θα μπορούσε ένα τέτοιο γιγαντιαίο κύμα, που θα γεμίσει την πόλη με τέχνη, να μαγνητίσει το ειδικό κοινό, να ενεργοποιήσει τους συνοδοιπόρους, να προσελκύσει συνομιλητές από έναν τουρισμό (εσωτερικό ή εξωτερικό) υψηλού επιπέδου, για τον οποίο η πόλη και η δημοτική αρχή πασχίζουν ή τουλάχιστον στα λόγια διακηρύσσουν ότι επιθυμούν;
Μπορεί μία σύνθετη δράση ενεργών δημιουργών εικόνων, να αλλάξει την εικόνα της πόλης και τον ψυχισμό των κατοίκων της;
Θα μπορούσε η προβολή εικόνων στους τοίχους, η φωτογραφία σε ανοίκειους χώρους, οι συνέργειες των τεχνών, η τέχνη στις βιτρίνες, έστω στο ιστορικό ή εμπορικό κέντρο της κάθε πόλης, να τραβήξουν από τη θαλπωρή του καναπέ τους μισοαποχαυνωμένους χάχες πολίτες και από το ερμητικά κλειστό εργαστήριο, τους αυτοβαυκαλιζόμενους δήθεν ξύπνιους καλλιτέχνες; Θα δώσει την ευκαιρία στους καλλιτέχνες, που αποφασίζουν να συστρατευτούν σε τέτοιων μορφών δράσεις, ασκώντας την τέχνη τους δημόσια, με ελάχιστα χρήματα, να γεμίσουν μικρές εκπλήξεις, χαμόγελα και τροχιές διαλόγου ή διαφυγής την πόλη;
Μπορεί ένα εικαστικό περιβάλλον, σε μία τόσο κατάλληλη για παρόμοια ανοίγματα εποχή, μέσω μίας τέτοιας μορφής κοινωνία, να προσδώσει νόημα στο ερχόμενο, στο επόμενο, το δημιουργικά καινούργιο; Να ανανοηματοδοτήσει την τέχνη και το περιεχόμενό της;
Θα αντέξει ένα αντί περιεχόμενο η κοινωνία, οι έμποροι, οι δημιουργοί; Στη συγκεκριμένη αγκαλιά του σκυμμένου δήμαρχου, συνδικαλιστή, μαγαζάτορα ή ιδιοκτήτη, αυτήν την ιστορική στιγμή, ποιες δυνάμεις πρέπει να υπηρετεί αυτό το νέο περιεχόμενο;
Μπορεί να προωθηθεί ή να ευνοηθεί ο άλλος, ο εκτός πολιτισμός; Υπάρχει άλλος χρόνος για να χαθεί σε άσκοπους καφέδες και ατελέσφορες συζητήσεις, σε προώθηση μηνυμάτων μέσω διαδικτύου και επαναλήψεις αγανακτισμένων ανέκδοτων;
Όλοι ξέρουμε πως υπάρχει ανάγκη, σήμερα περισσότερο από ποτέ, να διατηρηθεί μία εν δυνάμει δημιουργική δυναμική με το άφαντο, μία παραγωγή χαρακτήρα για να ξεπεραστεί το τείχος της πτώσης με σχήματα, χρώματα, ιδέες, έργα και πράξεις σύνθετων καλλιτεχνικών απολήξεων, μία παραγωγή στόχων για να βάλουμε στην άκρη όλα αυτά που αποθαρρύνουν το πέταγμα της φαντασίας και της ψυχής. Η πρότασή μας, παρά τα πολλά ερωτηματικά της, πιστεύω ότι δίνει μία διέξοδο, αυτήν του Μαζί.
Βασίλης Καρκατσέλης
Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Φωτογραφικού Κέντρου Θεσσαλονίκης
και υπεύθυνος του προγράμματος αυτών των προβολών.
ΥΓ
Η διαφοροποίηση του τρόπου επικοινωνίας κοινού και δημιουργού, μέσω του έργου τέχνης, διαφοροποιεί και την μέθοδο παραγωγής. Όταν αλλάζεις το κοινό σου, δεν αλλάζουν και οι αγωνίες σου; Όταν ανατρέπεις τον κόσμο σου, δεν αλλάζεις και τον τρόπο έκφρασής σου, δεν αλλάζεις την τέχνη σου; Εκτός και αν πρώτα άλλαξε η τέχνη σου και μετά οδηγήθηκες σε νέες μορφές επικοινωνίας.
Αυτή η νέα τέχνη σου, με ποιους θα συμμαχήσει; Σε ποιους θα ασκεί πλέον κριτική; Για ποιες αξίες θα διερωτάται; Θα συμμετέχει στη γέννηση της ανατροπής του σάπιου, στη διαμόρφωση του καινούργιου; Ποια μπορεί να είναι η κινητήριος δύναμις αυτού του καινούργιου και πως θα υποστηριχθεί; Ποιες οι νέες θεωρητικές και ιδεολογικές αξίες στην επεξεργασία των οποίων θα συμβάλει ο νέος καλλιτέχνης;
Η έξοδος της δημιουργίας στους δημόσιους ή κοινόχρηστους χώρους είναι προσθήκη νέων δυνατοτήτων στον τρόπο με τον οποίο ο δημιουργός ενδεχομένως καταφέρει να μιλήσει με το εν δυνάμει κοινό του. Αυτό μπορεί να είναι επιλογή, μπορεί και να το επιβάλει η κρίση. Κατ αρχάς αλλάζει ο τρόπος. Από την αλλαγή του χώρου στον οποίο παρουσιάζουμε τα έργα μας, αν έχουμε τα κότσια, φτάνουμε και στην αλλαγή του χώρου της ιδεολογικής πάλης. Ή μήπως και αντίστροφα;
Αν θέλουμε να αλλάξουμε τον χώρο της ιδεολογικής πάλης, μήπως πρέπει να φροντίσουμε να αλλάξει ο τρόπος παρουσίασης των έργων μας, δηλαδή να απελευθερωθούμε από τον ιστό των αιθουσών της Αγοράς;
Μικρό μανιφέστο από την Ομάδα Tableaux sans Frontier
Ανοίγουμε τους τοίχους των γκαλερί και αφήνουμε η φωτογραφία να χυθεί στο δρόμο.
Η φωτογραφία του δρόμου στο δρόμο.
Αν ο Δρόμος είχε τη δική του ιστορία, ιστορία που κάποιος έγραψε στον τοίχο με μπογιά, εμείς την φέρνουμε στο προσκήνιο, με πρόθεση να γραφτεί η ιστορία και μέσα από τις αθέατες πλευρές της. Η ιστορία μιας χώρας μέσα από το φευγαλέο της γραφής στον τοίχο ξαναγίνεται περιστατικό μέσω της προβολής μιας φωτογραφίας. Μία προβολή με φωτογραφίες τοίχων που έχουν φωνή θα μπορέσει να διαπραγματευτεί κάποια από τα προβλήματα της φωτογραφίας σήμερα;
Με συνεχείς δράσεις επανατοποθετούμε τα έργα εκεί όπου τα δημιουργήσαμε.
Εάν ο δολοφόνος έχει το δικαίωμα να γυρίζει στον τόπο του εγκλήματος, γιατί να μην έχει και ο φωτογράφος το δικαίωμα να επιστρέφει το έργο του στο δημόσιο χώρο;
Μέσα από αυτές τις δράσεις, αναρωτιόμαστε: Θα μπορούσε η φωτογραφία να ενταχθεί σε αυτό που ονομάζουμε street ή urban art; Εκτός από τις επικολλήσεις πόσο συχνές πρέπει να είναι οι προβολές σε έναν τόπο, σε μία πλατεία, σε μία γειτονιά;
Μας ενδιαφέρει η διερεύνηση της σχέσης άυλης και υλικής φωτογραφίας. Μήπως χρειάζεται (για να υποταχτούμε στην κοινή αντίληψη για το πώς παρουσιάζεται μία φωτογραφία), εκεί που προβάλουμε να κολλάμε και τυπωμένες φωτό σε οποιαδήποτε διάσταση, σε οποιαδήποτε μορφή ή υλικό, σε οποιοδήποτε μέρος (πχ πλακάκια, τζαμαρίες, κολώνες);
Σε κάποιες από τις δημόσιες προβολές μας παίζεται μουσική του δρόμου. Σε άλλες διαβάζουμε κείμενα περί τέχνης ή φωτογραφίας. Όταν ο χώρος το επιτρέπει ο σύγχρονος χορός μέσα στην προβολή είναι κάτι καινούργιο. Σε άλλες απλώς πίνουμε τον καφέ μας. Σε κάποιες δοκιμάζουμε και το δυσδιάστατο της προβαλλόμενης εικόνας, καθώς η προβολή γίνεται ανάγλυφη σε λευκό γλυπτό από κουτιά συσκευασίας.
Δοκιμάζουμε και τη δύναμη του έργου μας, όταν αυτό υπάρχει έξω από πλαίσια, όταν υφίσταται δίχως τυμπανοκρουσίες και τελάληδες. Όταν η προβολή γίνεται δίχως φανφάρες, όπως ακριβώς προσπέρασαν πολλοί το σύνθημα στον τοίχο χωρίς να το διαβάσουν, έτσι και την προβολή μας προσέχουν ελάχιστοι, σταματούν λιγότεροι και ξοδεύουνε χρόνο για να τη διαβάσουν ελάχιστοι. Οπωσδήποτε, πάντως, πολλοί περισσότεροι από όσοι θα δούνε τα έργα σε μία γκαλερί.
Ομάδα Tableaux sans Frontier
Σε μία εποχή που η πραγματικότητα σταδιακά αντικαθίσταται από την ψηφιακή κάποιοι ακόμα διεκδικούν τους τοίχους της απρόσωπης πόλης και κάνουν ηχηρή την παρουσία τους. Αόρατα χέρια, μέρα και νύχτα γράφουν συνθήματα σε τοίχους, σχεδιάζουν γκράφιτι και κολλούν αφίσες. Οι τοίχοι γίνονται οι μάρτυρες της ζωής της πόλης και καταγράφονται πάνω τους οι ανησυχίες, οι σκέψεις και τα συναισθήματα των κατοίκων της. Εξάλλου έχουν καθιερωθεί ως οι πιο κατάλληλοι για να φιλοξενήσουν διαμαρτυρίες και συγκρούσεις.
Στο αστικό τοπίο οι τοίχοι μεταμορφώνονται σε ένα χώρο δημόσιας σφαίρας που σπάει τον απομονωτισμό του καθενός μας, σπάει τον τοίχο που έχει χτίσει η σιωπή μας. Οι τοίχοι εισβάλλουν στην καθημερινότητα μας και με πείσμα μας επιδεικνύουν τα καμώματα αγνώστων καλλιτεχνών και εσωστρεφών περιπλανητών, που πιθανόν να μη γνωρίσουμε ποτέ. Ως άλλοι «μάρτυρες» του κοινωνικού γίγνεσθαι, αντικατοπτρίζουν τις ανάγκες, τις αντιλήψεις, τα οράματα, αλλά και τον πολιτισμό της εκάστοτε κοινωνίας. Πάνω από όλα όμως καθρεφτίζουν τις ενδότερες μας σκέψεις, που πολλές φορές δεν τολμούμε να τις εκφέρουμε δυνατά.
Μοιάζει σαν οι τοίχοι να έχουν τη δική τους εσωτερική ζωή, κρατώντας καλά κρυμμένα ‘μυστικά’. Μετατρέπονται σε φορείς συλλογικής μνήμης, πάνω στους οποίους στη διάρκεια των χρόνων καταγράφονται γεγονότα ξεχωριστά, στιγμές που αφήνουν ανεξίτηλο το σημάδι τους στον καθέναν. Πολιτικά συνθήματα, εφηβικοί προβληματισμοί, ανομολόγητες σκέψεις, προσωπικές ανησυχίες, νέες μόδες όλα είναι εκεί να σου μιλήσουν και ξέρουν να μιλάνε σε όσους θέλουν να ακούσουν. Συμφωνήσεις ή διαφωνήσεις με το μήνυμα δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, αρκεί που το αναλογίστηκες, μόνο τότε εκπληρώνει το σκοπό του και ο διάλογος έχει ήδη ξεκινήσει.
Οι καλλιτέχνες της έκθεσης σαν άλλοι αρχαιολόγοι έχουν ανασύρει με το φακό τους τα επεισόδια που βρίσκονται πάνω στους τοίχους της πόλης, συνδέοντας την καθημερινή ζωή με την τέχνη, μία σύνδεση αναπόφευκτη για τον καλλιτέχνη που έχει επιλέξει η θέση του να ανήκει στους δρόμους. Τα έργα της έκθεσης θέτουν ερωτήματα, δημιουργούν αντιφατικά νοήματα και υπερβαίνουν το όριο της απλής
αναπαράστασης, καλώντας τους θεατές να ξεκινήσουν ένα νέο διάλογο με την τέχνη του δρόμου και τη δική τους πραγματικότητα. Στην έκθεση τα βίντεο, τα σλάιντς, οι φωτογραφίες, η ηχητική εγκατάσταση και η τέχνη του δρόμου υποβάλλουν το θεατή να αναλογιστεί την κοινωνική και πολιτική σημασία των τοίχων, τη μνημειακότητα που αυτοί κρύβουν και ίσως τελικά στα έργα να αναγνωρίσει τον εαυτό του.
Λίγα λόγια για το έργο των καλλιτεχνών:
. . . . . . . . . . . . . . .
Φτάνοντας στη διαχρονική σημασία των τοίχων ο Β. Καρκατσέλης παρουσιάζει τους τοίχους ως σημεία που διηγούνται ξεχωριστές ιστορίες οι οποίες περιλαμβάνουν «το παρελθόν που φθάρθηκε ..και το εκάστοτε παρόν που χάνεται το ίδιο εύκολα» εξηγεί ο καλλιτέχνης. Σε μία αναζήτηση για την καταγραφή αυτών των ιστοριών χρησιμοποίησε το φωτογραφικό μέσο για να αποτυπώσει τις ιστορίες των αποκλεισμένων από τα ‘μέσα μαζικής εξόντωσης’ πολιτών, όπως αναφέρει επιλέγοντας τη «μετωπική φωτογραφία που οριοθετεί την επιφάνεια αναπαραγωγής με τρόπο τέτοιο που να ανάγει στο κατ’ ομοίωση».
Γεωργία Κουρκουνάκη
Μουσειολόγος
Θα μπορούσε η τέχνη με μικρές απρόσμενες εκπλήξεις, εδώ και εκεί, να εμφιλοχωρήσει, να ενισχύσει τον πολιτισμό της καθημερινότητας;
Θα μπορούσε η τέχνη της φωτογραφίας να ανακατέψει την τράπουλα της κατάθλιψης και να συμβάλει με τον δικό της ξεχωριστό τρόπο σε μία σύγχρονη κοινωνικότητα στο δημόσιο χώρο; Η απάντηση είναι, σαφώς, ΝΑΙ.
Σε κάποια κλειστά (αλλά μπόλικα, στις μέρες μας, εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης) καταστήματα, οι αφιλόξενες βιτρίνες των οποίων υποβαθμίζουν ολόκληρες περιοχές της πόλης, αποδιοργανώνοντας την όποια θετική διάθεση των περαστικών και των κατοίκων, θα μπορούσαν να φιλοξενηθούν έργα τέχνης, με πρόθεση να αλλάξουν τη διάθεση των περαστικών ή των κατοίκων; Θα μπορούσαν να τα διαθέσουν δωρεάν οι ιδιοκτήτες του; Οι προβολές φωτογραφιών έχουν την ίδια δύναμη με την φυσική παρουσία ενός έργου. Το φευγαλέο μιας φωτογραφίας σε προβολή πόσο μπορεί να διαφέρει από τη μονιμότητα μίας φωτογραφίας τυπωμένης;
Θα μπορούσε μία τέτοια τέχνη της ζωής, με μία παρουσία σε πολλαπλούς μη αναμενόμενους χώρους και παράλληλους χρόνους έκθεση /προβολή / δράση να επαναθεμελιώσει τη σύγκλιση τέχνης και ζωής; Θα μπορούσαν τέτοιου είδους πρωτόγνωρες παρεμβάσεις, να γεννήσουν μία νέα ιδεολογία για την σχέση δημιουργού, κοινού και έργου τέχνης, εντός της οποίας θα αναγεννηθεί και η ίδια η φωτογραφία; Θα μπορούσαμε με τέτοιου είδους πολιτικές (από μέρους όλων των πλευρών) να χαράξουμε νέου είδους διαδρομές ή απαιτήσεις από τη ζωντανή και ενδιαφερόμενη για την κοινωνία της ουσιαστική τέχνη; Από διακόσμηση ή έρευνα φόρμας θα περνούσαμε μήπως στο καθαρά πολιτικό, σε αυτό που ονομάζουμε περιεχόμενο του έργου τέχνης;
Η φωτογραφία σε άδειες βιτρίνες (ή με προβολές – άυλη μορφή - σε τοίχους και πλατείες), πλησιάζει ανθρώπους που ίσως και δεν ενδιαφέρονται για την τέχνη, δεν ενδιαφέρονται για τα μουσεία. αλλά τους αρέσει το παιχνίδι του κρυφτού, τους αρέσει να ανακαλύπτουν καινούργια πράγματα στη ρουτίνα των καθημερινών βαριεστημένων διαδρομών τους. Πέραν αυτού; Μπορούν οι περαστικοί ή οι απλοί θεατές του μη εκλαϊκευμένου καλλιτεχνικού έργου να διασώσουν ψήγματα ενός λογικού διαλόγου πέραν του μου αρέσει, δε μου αρέσει; Είναι ένα ρίσκο για όσους οργανώνουν και τολμούν κάτι τέτοιο.
Γιατί να ενδιαφέρεσαι για ανθρώπους που δεν ενδιαφέρονται για εσένα και το έργο σου; Γιατί να επιμένεις σε ένα διάλογο γύρο από αυτό με το ζόρι; Μήπως πρόκειται για έναν μονομερή αγώνα ίσων δικαιωμάτων για ανθρώπους που δεν καίγονται για αυτά; Αυτή η αντίφαση, αντανάκλαση των αντιθέσεων από την κανονική ζωή, μήπως βάζει σε δοκιμασία τις όποιες διακρίσεις υφίστανται, το θέλουμε, δεν το θέλουμε, ανάμεσα στην ζωή και την τέχνη;
Θα μπορούσε ένα τέτοιο γιγαντιαίο κύμα, που θα γεμίσει την πόλη με τέχνη, να μαγνητίσει το ειδικό κοινό, να ενεργοποιήσει τους συνοδοιπόρους, να προσελκύσει συνομιλητές από έναν τουρισμό (εσωτερικό ή εξωτερικό) υψηλού επιπέδου, για τον οποίο η πόλη και η δημοτική αρχή πασχίζουν ή τουλάχιστον στα λόγια διακηρύσσουν ότι επιθυμούν;
Μπορεί μία σύνθετη δράση ενεργών δημιουργών εικόνων, να αλλάξει την εικόνα της πόλης και τον ψυχισμό των κατοίκων της;
Θα μπορούσε η προβολή εικόνων στους τοίχους, η φωτογραφία σε ανοίκειους χώρους, οι συνέργειες των τεχνών, η τέχνη στις βιτρίνες, έστω στο ιστορικό ή εμπορικό κέντρο της κάθε πόλης, να τραβήξουν από τη θαλπωρή του καναπέ τους μισοαποχαυνωμένους χάχες πολίτες και από το ερμητικά κλειστό εργαστήριο, τους αυτοβαυκαλιζόμενους δήθεν ξύπνιους καλλιτέχνες; Θα δώσει την ευκαιρία στους καλλιτέχνες, που αποφασίζουν να συστρατευτούν σε τέτοιων μορφών δράσεις, ασκώντας την τέχνη τους δημόσια, με ελάχιστα χρήματα, να γεμίσουν μικρές εκπλήξεις, χαμόγελα και τροχιές διαλόγου ή διαφυγής την πόλη;
Μπορεί ένα εικαστικό περιβάλλον, σε μία τόσο κατάλληλη για παρόμοια ανοίγματα εποχή, μέσω μίας τέτοιας μορφής κοινωνία, να προσδώσει νόημα στο ερχόμενο, στο επόμενο, το δημιουργικά καινούργιο; Να ανανοηματοδοτήσει την τέχνη και το περιεχόμενό της;
Θα αντέξει ένα αντί περιεχόμενο η κοινωνία, οι έμποροι, οι δημιουργοί; Στη συγκεκριμένη αγκαλιά του σκυμμένου δήμαρχου, συνδικαλιστή, μαγαζάτορα ή ιδιοκτήτη, αυτήν την ιστορική στιγμή, ποιες δυνάμεις πρέπει να υπηρετεί αυτό το νέο περιεχόμενο;
Μπορεί να προωθηθεί ή να ευνοηθεί ο άλλος, ο εκτός πολιτισμός; Υπάρχει άλλος χρόνος για να χαθεί σε άσκοπους καφέδες και ατελέσφορες συζητήσεις, σε προώθηση μηνυμάτων μέσω διαδικτύου και επαναλήψεις αγανακτισμένων ανέκδοτων;
Όλοι ξέρουμε πως υπάρχει ανάγκη, σήμερα περισσότερο από ποτέ, να διατηρηθεί μία εν δυνάμει δημιουργική δυναμική με το άφαντο, μία παραγωγή χαρακτήρα για να ξεπεραστεί το τείχος της πτώσης με σχήματα, χρώματα, ιδέες, έργα και πράξεις σύνθετων καλλιτεχνικών απολήξεων, μία παραγωγή στόχων για να βάλουμε στην άκρη όλα αυτά που αποθαρρύνουν το πέταγμα της φαντασίας και της ψυχής. Η πρότασή μας, παρά τα πολλά ερωτηματικά της, πιστεύω ότι δίνει μία διέξοδο, αυτήν του Μαζί.
Βασίλης Καρκατσέλης
Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Φωτογραφικού Κέντρου Θεσσαλονίκης
και υπεύθυνος του προγράμματος αυτών των προβολών.
ΥΓ
Η διαφοροποίηση του τρόπου επικοινωνίας κοινού και δημιουργού, μέσω του έργου τέχνης, διαφοροποιεί και την μέθοδο παραγωγής. Όταν αλλάζεις το κοινό σου, δεν αλλάζουν και οι αγωνίες σου; Όταν ανατρέπεις τον κόσμο σου, δεν αλλάζεις και τον τρόπο έκφρασής σου, δεν αλλάζεις την τέχνη σου; Εκτός και αν πρώτα άλλαξε η τέχνη σου και μετά οδηγήθηκες σε νέες μορφές επικοινωνίας.
Αυτή η νέα τέχνη σου, με ποιους θα συμμαχήσει; Σε ποιους θα ασκεί πλέον κριτική; Για ποιες αξίες θα διερωτάται; Θα συμμετέχει στη γέννηση της ανατροπής του σάπιου, στη διαμόρφωση του καινούργιου; Ποια μπορεί να είναι η κινητήριος δύναμις αυτού του καινούργιου και πως θα υποστηριχθεί; Ποιες οι νέες θεωρητικές και ιδεολογικές αξίες στην επεξεργασία των οποίων θα συμβάλει ο νέος καλλιτέχνης;
Η έξοδος της δημιουργίας στους δημόσιους ή κοινόχρηστους χώρους είναι προσθήκη νέων δυνατοτήτων στον τρόπο με τον οποίο ο δημιουργός ενδεχομένως καταφέρει να μιλήσει με το εν δυνάμει κοινό του. Αυτό μπορεί να είναι επιλογή, μπορεί και να το επιβάλει η κρίση. Κατ αρχάς αλλάζει ο τρόπος. Από την αλλαγή του χώρου στον οποίο παρουσιάζουμε τα έργα μας, αν έχουμε τα κότσια, φτάνουμε και στην αλλαγή του χώρου της ιδεολογικής πάλης. Ή μήπως και αντίστροφα;
Αν θέλουμε να αλλάξουμε τον χώρο της ιδεολογικής πάλης, μήπως πρέπει να φροντίσουμε να αλλάξει ο τρόπος παρουσίασης των έργων μας, δηλαδή να απελευθερωθούμε από τον ιστό των αιθουσών της Αγοράς;
Μικρό μανιφέστο από την Ομάδα Tableaux sans Frontier
Ανοίγουμε τους τοίχους των γκαλερί και αφήνουμε η φωτογραφία να χυθεί στο δρόμο.
Η φωτογραφία του δρόμου στο δρόμο.
Αν ο Δρόμος είχε τη δική του ιστορία, ιστορία που κάποιος έγραψε στον τοίχο με μπογιά, εμείς την φέρνουμε στο προσκήνιο, με πρόθεση να γραφτεί η ιστορία και μέσα από τις αθέατες πλευρές της. Η ιστορία μιας χώρας μέσα από το φευγαλέο της γραφής στον τοίχο ξαναγίνεται περιστατικό μέσω της προβολής μιας φωτογραφίας. Μία προβολή με φωτογραφίες τοίχων που έχουν φωνή θα μπορέσει να διαπραγματευτεί κάποια από τα προβλήματα της φωτογραφίας σήμερα;
Με συνεχείς δράσεις επανατοποθετούμε τα έργα εκεί όπου τα δημιουργήσαμε.
Εάν ο δολοφόνος έχει το δικαίωμα να γυρίζει στον τόπο του εγκλήματος, γιατί να μην έχει και ο φωτογράφος το δικαίωμα να επιστρέφει το έργο του στο δημόσιο χώρο;
Μέσα από αυτές τις δράσεις, αναρωτιόμαστε: Θα μπορούσε η φωτογραφία να ενταχθεί σε αυτό που ονομάζουμε street ή urban art; Εκτός από τις επικολλήσεις πόσο συχνές πρέπει να είναι οι προβολές σε έναν τόπο, σε μία πλατεία, σε μία γειτονιά;
Μας ενδιαφέρει η διερεύνηση της σχέσης άυλης και υλικής φωτογραφίας. Μήπως χρειάζεται (για να υποταχτούμε στην κοινή αντίληψη για το πώς παρουσιάζεται μία φωτογραφία), εκεί που προβάλουμε να κολλάμε και τυπωμένες φωτό σε οποιαδήποτε διάσταση, σε οποιαδήποτε μορφή ή υλικό, σε οποιοδήποτε μέρος (πχ πλακάκια, τζαμαρίες, κολώνες);
Σε κάποιες από τις δημόσιες προβολές μας παίζεται μουσική του δρόμου. Σε άλλες διαβάζουμε κείμενα περί τέχνης ή φωτογραφίας. Όταν ο χώρος το επιτρέπει ο σύγχρονος χορός μέσα στην προβολή είναι κάτι καινούργιο. Σε άλλες απλώς πίνουμε τον καφέ μας. Σε κάποιες δοκιμάζουμε και το δυσδιάστατο της προβαλλόμενης εικόνας, καθώς η προβολή γίνεται ανάγλυφη σε λευκό γλυπτό από κουτιά συσκευασίας.
Δοκιμάζουμε και τη δύναμη του έργου μας, όταν αυτό υπάρχει έξω από πλαίσια, όταν υφίσταται δίχως τυμπανοκρουσίες και τελάληδες. Όταν η προβολή γίνεται δίχως φανφάρες, όπως ακριβώς προσπέρασαν πολλοί το σύνθημα στον τοίχο χωρίς να το διαβάσουν, έτσι και την προβολή μας προσέχουν ελάχιστοι, σταματούν λιγότεροι και ξοδεύουνε χρόνο για να τη διαβάσουν ελάχιστοι. Οπωσδήποτε, πάντως, πολλοί περισσότεροι από όσοι θα δούνε τα έργα σε μία γκαλερί.
Ομάδα Tableaux sans Frontier
Σε μία εποχή που η πραγματικότητα σταδιακά αντικαθίσταται από την ψηφιακή κάποιοι ακόμα διεκδικούν τους τοίχους της απρόσωπης πόλης και κάνουν ηχηρή την παρουσία τους. Αόρατα χέρια, μέρα και νύχτα γράφουν συνθήματα σε τοίχους, σχεδιάζουν γκράφιτι και κολλούν αφίσες. Οι τοίχοι γίνονται οι μάρτυρες της ζωής της πόλης και καταγράφονται πάνω τους οι ανησυχίες, οι σκέψεις και τα συναισθήματα των κατοίκων της. Εξάλλου έχουν καθιερωθεί ως οι πιο κατάλληλοι για να φιλοξενήσουν διαμαρτυρίες και συγκρούσεις.
Στο αστικό τοπίο οι τοίχοι μεταμορφώνονται σε ένα χώρο δημόσιας σφαίρας που σπάει τον απομονωτισμό του καθενός μας, σπάει τον τοίχο που έχει χτίσει η σιωπή μας. Οι τοίχοι εισβάλλουν στην καθημερινότητα μας και με πείσμα μας επιδεικνύουν τα καμώματα αγνώστων καλλιτεχνών και εσωστρεφών περιπλανητών, που πιθανόν να μη γνωρίσουμε ποτέ. Ως άλλοι «μάρτυρες» του κοινωνικού γίγνεσθαι, αντικατοπτρίζουν τις ανάγκες, τις αντιλήψεις, τα οράματα, αλλά και τον πολιτισμό της εκάστοτε κοινωνίας. Πάνω από όλα όμως καθρεφτίζουν τις ενδότερες μας σκέψεις, που πολλές φορές δεν τολμούμε να τις εκφέρουμε δυνατά.
Μοιάζει σαν οι τοίχοι να έχουν τη δική τους εσωτερική ζωή, κρατώντας καλά κρυμμένα ‘μυστικά’. Μετατρέπονται σε φορείς συλλογικής μνήμης, πάνω στους οποίους στη διάρκεια των χρόνων καταγράφονται γεγονότα ξεχωριστά, στιγμές που αφήνουν ανεξίτηλο το σημάδι τους στον καθέναν. Πολιτικά συνθήματα, εφηβικοί προβληματισμοί, ανομολόγητες σκέψεις, προσωπικές ανησυχίες, νέες μόδες όλα είναι εκεί να σου μιλήσουν και ξέρουν να μιλάνε σε όσους θέλουν να ακούσουν. Συμφωνήσεις ή διαφωνήσεις με το μήνυμα δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, αρκεί που το αναλογίστηκες, μόνο τότε εκπληρώνει το σκοπό του και ο διάλογος έχει ήδη ξεκινήσει.
Οι καλλιτέχνες της έκθεσης σαν άλλοι αρχαιολόγοι έχουν ανασύρει με το φακό τους τα επεισόδια που βρίσκονται πάνω στους τοίχους της πόλης, συνδέοντας την καθημερινή ζωή με την τέχνη, μία σύνδεση αναπόφευκτη για τον καλλιτέχνη που έχει επιλέξει η θέση του να ανήκει στους δρόμους. Τα έργα της έκθεσης θέτουν ερωτήματα, δημιουργούν αντιφατικά νοήματα και υπερβαίνουν το όριο της απλής
αναπαράστασης, καλώντας τους θεατές να ξεκινήσουν ένα νέο διάλογο με την τέχνη του δρόμου και τη δική τους πραγματικότητα. Στην έκθεση τα βίντεο, τα σλάιντς, οι φωτογραφίες, η ηχητική εγκατάσταση και η τέχνη του δρόμου υποβάλλουν το θεατή να αναλογιστεί την κοινωνική και πολιτική σημασία των τοίχων, τη μνημειακότητα που αυτοί κρύβουν και ίσως τελικά στα έργα να αναγνωρίσει τον εαυτό του.
Λίγα λόγια για το έργο των καλλιτεχνών:
. . . . . . . . . . . . . . .
Φτάνοντας στη διαχρονική σημασία των τοίχων ο Β. Καρκατσέλης παρουσιάζει τους τοίχους ως σημεία που διηγούνται ξεχωριστές ιστορίες οι οποίες περιλαμβάνουν «το παρελθόν που φθάρθηκε ..και το εκάστοτε παρόν που χάνεται το ίδιο εύκολα» εξηγεί ο καλλιτέχνης. Σε μία αναζήτηση για την καταγραφή αυτών των ιστοριών χρησιμοποίησε το φωτογραφικό μέσο για να αποτυπώσει τις ιστορίες των αποκλεισμένων από τα ‘μέσα μαζικής εξόντωσης’ πολιτών, όπως αναφέρει επιλέγοντας τη «μετωπική φωτογραφία που οριοθετεί την επιφάνεια αναπαραγωγής με τρόπο τέτοιο που να ανάγει στο κατ’ ομοίωση».
Γεωργία Κουρκουνάκη
Μουσειολόγος